-
1 θημων
-
2 καρφαλεος
См. также в других словарях:
θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] … Dictionary of Greek